- απολείτουργα
- επίρρ. после обедни
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απολείτουργα — (I) (Μ ἀπολείτουργα) επίρρ. [λειτουργία] μετά τη θεία λειτουργία. (II) τα 1. τα κομμάτια από το πρόσφορο μετά την αφαίρεση του σφραγισμένου μέρους 2. κομμάτια από το πρόσφορο που δεν έχουν ευλογηθεί από τον ιερέα … Dictionary of Greek
απολείτουργα — επίρρ. χρον., μετά τη λειτουργία: Απολείτουργα μαζεύτηκαν ν αποφασίσουν για το δρόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… … Dictionary of Greek